παναφήλιξ

παναφήλιξ
παναφήλιξ, -ήλικος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει χωριστεί από όλους τους συντρόφους τής ηλικίας του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἀφῆλιξ «γηραλέος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παναφῆλιξ — completely severed from companions of his own age masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… …   Dictionary of Greek

  • παναφήλικα — παναφή̱λικα , παναφῆλιξ completely severed from companions of his own age masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναφήλικι — παναφή̱λικι , παναφῆλιξ completely severed from companions of his own age masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”